Περιγραφή
Μετά από το θαύμα του πολλαπλασιασμού των ψωμιών και των ψαριών ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές του να φύγουν γρήγορα από εκεί, να μπουν στο πλοίο και να ξανοιχτούν στη λίμνη, για να μην παρασυρθούν από τον ενθουσιασμό του πλήθους. Ο ίδιος έμεινε εκεί και με ηρεμία σύστησε στο πλήθος να διαλυθεί ήρεμα. Αφού έφυγαν όλοι, ο Ιησούς ανέβηκε σε γειτονικό ύψωμα και προσευχήθηκε θερμά στον πατέρα του. Γύρω στα μεσάνυχτα σηκώθηκε δυνατός άνεμος. Το πλοιάριο με τους μαθητές βασανιζόταν από τα κύματα. Ο Ιησούς το έβλεπε από το μέρος όπου βρισκόταν. Κοντά στο ξημέρωμα, όταν ακόμα το φως ήταν λιγοστό, ο Ιησούς πήγε κοντά τους περπατώντας πάνω στα κύματα. Εκείνοι τον είδαν να έρχεται και νόμισαν πως είναι φάντασμα. Παρέλυσαν από τον φόβο τους. Εκείνος όμως τους φώναξε: «Θάρρος! Εγώ είμαι, μη φοβάστε!». Κι ο Πέτρος είπε: «Κύριε, αν είσαι εσύ, διάταξέ με να έρθω κοντά σου πατώντας πάνω στα νερά όπως εσύ».
«Έλα!», είπε ο Κύριος κι ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο και περπατούσε πάνω στο νερό, για να φτάσει στον Ιησού. Κι όσο κοίταζε τον Ιησού, δεν φοβόταν. Κάποια στιγμή αναλογίστηκε πόσο αφύσικο ήταν αυτό που έκανε, πόσο δυνατός ήταν ο άνεμος και πόσο ψηλά τα κύματα, έχασε την πίστη του κι αμέσως άρχισε να βυθίζεται. «Κύριε, σώσε με! πνίγομαι!», φώναξε. Κι αμέσως ο Ιησούς άπλωσε το χέρι του και τον έπιασε λέγοντάς του: «Ολιγόπιστε, γιατί δείλιασες;».
Κι ύστερα ανέβηκαν κι οι δυο στο πλοίο κι αμέσως ο άνεμος κόπασε. Όλοι όσοι ήταν στο πλοίο έπεσαν στα γόνατα και προσκύνησαν τον Ιησού λέγοντας: «Αλήθεια, είσαι Υιός του Θεού!».